20.9.13

Μ. Χατζιδάκης "Ο νεοναζισμός δεν είναι οι άλλοι"


 
Αναδημοσίευση:
Τον Φεβρουάριο του 1993, λίγους μήνες πριν τον θάνατό του, ο Μάνος Χατζιδάκις αφιέρωσε την συναυλία της Ορχήστρας των Χρωμάτων με έργα Βάιλ, Λιστ και Μπάρτον εναντίον του Νεοναζισμού. Κατέγραψε τις σκέψεις και τις ανησυχίες του στο κείμενο που ακολουθεί και προοριζόταν για το πρόγραμμα της συναυλίας, αλλά σε μια προσπάθεια να ευαισθητοποιηθούν όσο το δυνατόν περισσότεροι συμπολίτες μας δημοσιεύτηκε και στην εφημερίδα Ελευθεροτυπία.
Ο νεοναζισμός, ο φασισμός, ο ρατσισμός και κάθε αντικοινωνικό και αντιανθρώπινο φαινόμενο συμπεριφοράς δεν προέρχεται από ιδεολογία, δεν περιέχει ιδεολογία, δεν συνθέτει ιδεολογία. Είναι η μεγεθυμένη έκφραση-εκδήλωση του κτήνους που περιέχουμε μέσα μας χωρίς εμπόδιο στην ανάπτυξή του, όταν κοινωνικές ή πολιτικές συγκυρίες συντελούν, βοηθούν, ενυσχύουν τη βάρβαρη και αντιανθρώπινη παρουσία του.
Η μόνη αντιβίωση για την καταπολέμηση του κτήνους που περιέχουμε είναι η Παιδεία. Η αληθινή παιδεία και όχι η ανεύθυνη εκπαίδευση και η πληροφορία χωρίς κρίση και χωρίς ανήσυχη αμφισβητούμενη συμπερασματολογία. Αυτή η παιδεία που δεν εφησυχάζει ούτε δημιουργεί αυταρέσκεια στον σπουδάζοντα, αλλά πολλαπλασιάζει τα ερωτήματα και την ανασφάλεια. Όμως μια τέτοια παιδεία δεν ευνοείται από τις πολιτικές παρατάξεις και από όλες τις κυβερνήσεις, διότι κατασκευάζει ελεύθερους και ανυπότακτους πολίτες μη χρήσιμους για το ευτελές παιχνίδι των κομμάτων και της πολιτικής. Κι αποτελεί πολιτική «παράδοση» η πεποίθηση πως τα κτήνη, με κατάλληλη τακτική και αντιμετώπιση, καθοδηγούνται, τιθασεύονται.
Ενώ τα πουλιά… Για τα πουλιά, μόνον οι δολοφόνοι, οι άθλιοι κυνηγοί αρμόζουν, με τις «ευγενικές παντός έθνους παραδόσεις». Κι είναι φορές που το κτήνος πολλαπλασιαζόμενο κάτω από συγκυρίες και με τη μορφή «λαϊκών αιτημάτων και διεκδικήσεων» σχηματίζει φαινόμενα λοιμώδους νόσου που προσβάλλει μεγάλες ανθρώπινες μάζες και επιβάλλει θανατηφόρες επιδημίες.
Πρόσφατη περίπτωση ο Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος. Μόνο που ο πόλεμος αυτός μας δημιούργησε για ένα διάστημα μιαν αρκετά μεγάλη πλάνη, μιαν ψευδαίσθηση. Πιστέψαμε όλοι μας πως σ’ αυτό τον πόλεμο η Δημοκρατία πολέμησε το φασισμό και τον νίκησε. Σκεφθείτε: η «Δημοκρατία», εμείς με τον Μεταξά κυβερνήτη και σύμμαχο τον Στάλιν, πολεμήσαμε το ναζισμό, σαν ιδεολογία άσχετη από μας τους ίδιους. Και τον… νικήσαμε. Τι ουτοπία και τι θράσος. Αγνοώντας πως απαλλασσόμενοι από την ευθύνη του κτηνώδους μέρους του εαυτού μας και τοποθετώντας το σε μια άλλη εθνότητα υποταγμένη ολοκληρωτικά σ’ αυτό, δεν νικούσαμε κανένα φασισμό αλλά απλώς μιαν άλλη εθνότητα επικίνδυνη που επιθυμούσε να μας υποτάξει.
Ένας πόλεμος σαν τόσους άλλους από επικίνδυνους ανόητους σε άλλους ανόητους, περιστασιακά ακίνδυνους. Και φυσικά όλα τα περί «Ελευθερίας», «Δημοκρατίας», και «λίκνων πνευματικών και μη», για τις απαίδευτες στήλες των εφημερίδων και τους αφελείς αναγνώστες. Ποτέ δεν θα νικήσει η Ελευθερία, αφού τη στηρίζουν και τη μεταφέρουν άνθρωποι, που εννοούν να μεταβιβάζουν τις δικές τους ευθύνες στους άλλους.
(Κάτι σαν την ηθική των γερόντων χριστιανών. Το καλό και το κακό έξω από μας. Στον Χριστό και τον διάβολο. Κι ένας Θεός που συγχωρεί τις αδυναμίες μας εφόσον κι όταν τον θυμηθούμε μες στην ανευθυνότητα του βίου μας. Επιδιώκοντας πάντα να εξασφαλίσουμε τη μετά θάνατον εξακολουθητική παρουσία μας. Αδυνατώντας να συλλάβουμε την έννοια της απουσίας μας. Το ότι μπορεί να υπάρχει ο κόσμος δίχως εμάς και δίχως τον Καντιώτη τον Φλωρίνης).
Δεν θέλω να επεκταθώ. Φοβάμαι πως δεν έχω τα εφόδια για μια θεωρητική ανάπτυξη, ούτε την κατάλληλη γλώσσα για τις απαιτήσεις του όλου θέματος. Όμως το θέμα με καίει. Και πριν πολλά χρόνια επιχείρησα να το αποσαφηνίσω μέσα μου. Σήμερα ξέρω πως διέβλεπα με την ευαισθησία μου τις εξελίξεις και την επανεμφάνιση του τέρατος. Και δεν εννοούσα να συνηθίσω την ολοένα αυξανόμενη παρουσία του. Πάντα εννοώ να τρομάζω.
Ο νεοναζισμός δεν είναι οι άλλοι. Οι μισητοί δολοφόνοι, που βρίσκουν όμως κατανόηση από τις διωκτικές αρχές λόγω μιας περίεργης αλλά όχι και ανεξήγητης συγγενικής ομοιότητος. Που τους έχουν συνηθίσει οι αρχές και οι κυβερνήσεις σαν μια πολιτική προέκτασή τους ή σαν μια επιτρεπτή αντίθεση, δίχως ιδιαίτερη σημασία που να προκαλεί ανησυχία. (Τελευταία διάβασα πως στην Πάτρα, απέναντι στο αστυνομικό τμήμα άνοιξε τα γραφεία του ένα νεοναζιστικό κόμμα. Καμιά ανησυχία ούτε για τους φασίστες, ούτε για τους αστυνομικούς. Ούτε φυσικά για τους περιοίκους).
Ο εθνικισμός είναι κι αυτός νεοναζισμός. Τα κουρεμένα κεφάλια των στρατιωτών, έστω και παρά τη θέλησή τους, ευνοούν την έξοδο της σκέψης και της κρίσης, ώστε να υποτάσσονται και να γίνονται κατάλληλοι για την αποδοχή διαταγών και κατευθύνσεων προς κάποιο θάνατο. Δικόν τους ή των άλλων. Η εμπειρία μου διδάσκει πως η αληθινή σκέψη, ο προβληματισμός οφείλει κάπου να σταματά. Δεν συμφέρει. Γι’ αυτό και σταματώ. Ο ερασιτεχνισμός μου στην επικέντρωση κι ανάπτυξη του θέματος κινδυνεύει να γίνει ευάλωτος από τους εχθρούς. Όμως οφείλω να διακηρύξω το πάθος μου για μια πραγματική κι απρόσκοπτη ανθρώπινη ελευθερία.
Ο φασισμός στις μέρες μας φανερώνεται με δυο μορφές. Ή προκλητικός, με το πρόσχημα αντιδράσεως σε πολιτικά ή κοινωνικά γεγονότα που δεν ευνοούν την περίπτωσή τους ή παθητικός μες στον οποίο κυριαρχεί ο φόβος για ό,τι συμβαίνει γύρω μας. Ανοχή και παθητικότητα λοιπόν. Κι έτσι εδραιώνεται η πρόκληση. Με την ανοχή των πολλών. Προτιμότερο αργός και σιωπηλός θάνατος από την αντίδραση του ζωντανού και ευαίσθητου οργανισμού που περιέχουμε.
Το φάντασμα του κτήνους παρουσιάζεται ιδιαιτέρως έντονα στους νέους. Εκεί επιδρά και το marketing. Η επιρροή από τα Μ.Μ.Ε. ενός τρόπου ζωής που ευνοεί το εμπόριο. Κι όπως η εμπορία ναρκωτικών ευνοεί τη διάδοσή τους στους νέους, έτσι και η μουσική, οι ιδέες, ο χορός και όσα σχετίζονται με τον τρόπο ζωής τους έχουν δημιουργήσει βιομηχανία και τεράστια κι αφάνταστα οικονομικά ενδιαφέρονται.
Και μη βρίσκοντας αντίσταση από μια στέρεη παιδεία όλα αυτά δημιουργούν ένα κατάλληλο έδαφος για να ανθίσει ο εγωκεντρισμός η εγωπάθεια, η κενότητα και φυσικά κάθε κτηνώδες ένστιχτο στο εσωτερικό τους. Προσέξτε το χορό τους με τις ομοιόμορφες στρατιωτικές κινήσεις, μακρά από κάθε διάθεση επαφής και επικοινωνίας. Το τραγούδι τους με τις συνθηματικές επαναλαμβανόμενες λέξεις, η απουσία του βιβλίου και της σκέψης από τη συμπεριφορά τους και ο στόχος για μια άνετη σταδιοδρομία κέρδους και εύκολης επιτυχίας.
Βιώνουμε μέρα με τη μέρα περισσότερο το τμήμα του εαυτού μας – που ή φοβάται ή δεν σκέφτεται, επιδιώκοντας όσο γίνεται περισσότερα οφέλη. Ώσπου να βρεθεί ο κατάλληλος «αρχηγός» που θα ηγηθεί αυτό το κατάπτυστο περιεχόμενό μας. Και τότε θα ‘ναι αργά για ν’ αντιδράσουμε. Ο νεοναζισμός είμαστε εσείς κι εμείς – όπως στη γνωστή παράσταση του Πιραντέλο. Είμαστε εσείς, εμείς και τα παιδιά μας. Δεχόμαστε να ‘μαστε απάνθρωποι μπρος στους φορείς του AIDS, από άγνοια αλλά και τόσο «ανθρώπινοι» και συγκαταβατικοί μπροστά στα ανθρωποειδή ερπετά του φασισμού, πάλι από άγνοια, αλλά κι από φόβο κι από συνήθεια.
Και το Κακό ελλοχεύει χωρίς προφύλαξη, χωρίς ντροπή. Ο νεοναζισμός δεν είναι θεωρία, σκέψη και αναρχία. Είναι μια παράσταση. Εσείς κι εμείς. Και πρωταγωνιστεί ο Θάνατος.

από Άνεργοι-Άνεργες από τις Γειτονιές της Αθήνας
 

12.9.13

Κηρύχθηκε σε πτώχευση η εταιρεία ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΛΥΜΠΕΡΗ ΑΕ



                             ΠΕΡΙΛΗΨΗ ΠΤΩΧΕΥΤΙΚΗΣ ΑΠΟΦΑΣΗΣ

Με την υπ' αρ . 683/2013 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών κηρύχθηκε σε πτώχευση η εταιρεία ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΛΥΜΠΕΡΗ ΑΕ που εδρεύει στο Κορωπί Αττικής, στην οδό Ι. Μεταξά 80 (ΑΦΜ 094171083 ΦΑΕ). Ως ημέρα παύσης πληρωμών ορίστηκε η 7η/11/2012. Σύνδικος πτώχευσης ορίστηκε ο Δικηγόρος Αθηνών Δημήτρης Δημητρόπουλος, Γλάδστωνος 3, Αθήνα. Η συνέλευση των πιστωτών θα πραγματοποιηθεί την Τετάρτη 9/10/2013, ώρα 12.00-13.00 στο Πρωτοδικείο Αθηνών, τμήμα πτωχεύσεων, κτίριο 11, γραφείο 108, για να συνταχθεί ο πίνακας πιστωτών, να εκλεγεί επιτροπή εξ αυτών και να ληφθούν αποφάσεις σύμφωνα με το άρθρο 70 Ν.3588/07. Οι πιστωτές καλούνται να αναγγείλουν τις απαιτήσεις τους στη γραμματεία πτωχεύσεων εντός τριών μηνών από την παρούσα δημοσίευση.


ΑΘΗΝΑ 30.8.2013

Ο ΣΥΝΔΙΚΟΣ ΠΤΩΧΕΥΣΗΣ
ΔΙΚΗΓΟΡΟΣ
ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΔΗΜΗΤΡΟΠΟΥΛΟΣ

Οι επιστολές δύο απολυμένων συναδέλφων από τον ΔΟΛ


Τις τελευταίες ημέρες δεκάδες συνάδελφοι απολύθηκαν από τον ΔΟΛ.
Δημοσιεύουμε τις ανοιχτές επιστολές δύο εξ αυτών, του Παύλου Κορκουλόπουλου και του Γιάννη Ανδρουλιδάκη.

του Παύλου Κορκουλόπουλου
 

"ΜΥΡΙΣΕ ΤΟ ΣΦΑΓΕΙΟ ΜΑΣ…ΨΥΧΑΡΗ
Δευτέρα,2 Σεπτεμβρίου,πέντε η ώρα το απόγευμα.Ετοιμάζομαι για βόλτα με το γιο μου στη γειτονιά κι εκεί,στα κάγκελα της εξώπορτας,στέκεται τσαλακωμένη η κοινοποίηση της λύτρωσης,η απόλυσή μου.
Σε μέρα απεργίας τα αφεντικά μου απέδειξαν για μια ακόμα φορά γιατί σιχαίνομαι τόσο την προσφώνηση αυτή.Ας είναι όμως,εύχομαι με την αποχώρησή μου να διασωθεί ο τετραπλάσιος μισθός του προϊσταμένου μου.Αυτού που προσκυνάνε κάθε πρωί οι κανίβαλοι…συγγνώμη,οι “συνάδελφοί” μου.
Το παιχνίδι στο ΔΟΛ ήταν προδιαγεγραμμένο από το 2010.Τότε που οι εκλεκτοί συγκάτοικοι της Μιχαλακοπούλου,με δημοσιογραφική ιδιότητα,αποφάσισαν στην μαζική τους πλειοψηφία να διαχωρίσουν τη θέση τους από τους πληβείους του λογιστηρίου,της τεχνικής υποστήριξης,του τηλεφωνείου και των υπολοίπων υποτιμητικών αντικειμένων.Ας είναι όμως, φτάνει που δεν διαταράχτηκε το πρόγραμμα leasing των Audi.
Ενάμιση χρόνο αργότερα και παρά τη δραματική μείωση προσωπικού,το κλείσιμο μιας εφημερίδας και ενός εκδοτικού οίκου,η νέα έμπνευση άκουγε στο όνομα «Ατομικές Συμβάσεις».Για την υπογραφή τους υπερθεμάτιζαν τότε σχεδόν όλοι οι σημερινοί εκπρόσωποι εργαζομένων του μαγαζιού προτείνοντας παράλληλα και ίδρυση επιχειρησιακού σωματείου.Θα μας έσωζαν,θα μας γλύτωναν,μα πόσο κοντόφθαλμοι είμασταν τότε οι γραφικοί που δεν υπογράψαμε.Ας είναι όμως,έτσι κατάφερε να εξασφαλίσει τα bonus του ο επιτυχημένος Οικ.Διευθυντής του Οργανισμού για τις όλο και χειρότερες χρήσεις που εμφανίζει κάθε έτος.
Τι κι αν όλη η κοινωνία κράζει το προϊόν που παράγει ο ΔΟΛ τα τελευταία χρόνια,τι κι αν πρωτοσέλιδα με πραξικοπήματα και ψευδοεπισκέψεις Ερντογάν πέρασαν στο ντούκου, υπαίτιοι για την πτώση ήταν πάντα οι εργαζόμενοι κι όχι τα μεγαλοστελέχη.Είναι γνωστό εξάλλου ότι στη Μιχαλακοπούλου οι αποφάσεις λαμβάνονται από κοινού (not).
Μ’αυτά και μ’αυτά φτάσαμε στο σήμερα.Κάναμε και προσλήψεις το 2013.Ναι αμέ,μια στελεχάρα που αμείβεται όσο καμιά τριανταριά λούμπεν υφιστάμενοί του.Ε,και καταλάβατε πως πάει το παραμύθι,για να σωθεί ο μισθός αυτού και των διευθυντάδων του και για να έχουν αυτοί Audi και βενζίνες και κινητά και ταξίδια και σούπερ μάρκετ και να χλευάζουν όπως πρέπει τους υποτακτικούς τους ώστε να μην τους μπαίνουν περίεργες ιδέες,ήρθε η στιγμή να πέσουν μερικές ακόμα δεκάδες κεφάλια.
Μόνο που,καημένε συνάδελφε-κανίβαλε,τώρα που τελειώνουν τα ορθωμένα ο πέλεκυς θα πέσει και στο δικό σου το σκυμμένο.
Κι επειδή έχει πολυφορεθεί ο Μπρεχτ αυτό τον καιρό εγώ θα σας αποχαιρετήσω με την Emma Goldman που έλεγε ότι «Χρειάζεται λιγότερος πνευματικός κόπος για να καταδικάσεις από το να σκεφτείς». 


ΥΓ1 Ευχαριστώ τους ελάχιστους συντρόφους που μέσα σε τέτοιες συνθήκες τα τελευταία χρόνια σταθήκαμε πλάι πλάι δείχνοντας στην πράξη τι σημαίνει αξιοπρέπεια και αλληλεγγύη,γιατί αυτές παίρνουν διαφορετική αξία όταν οι καιροί είναι δύσκολοι.

ΥΓ2 Ευχαριστώ και όσους έπαψαν να μου λένε καλημέρα γιατί και πριν σιχαινόμουν που τους απαντούσα αλλά και μετά ατσάλωσαν περισσότερο τη θέλησή μου.

Παύλος Κουρκουλόπουλος (απελεύθερος)"


 

και του Γιάννη Ανδρουλιδάκη
 
"…Ξημερώνει Δευτέρα. Δεν θα πάω για δουλειά...

Την Παρασκευή, κατά τις 11 το πρωί, δέχθηκα το τηλεφώνημα που περίμενα εδώ και καιρό από τον διευθυντή στην εφημερίδα. Με κάλεσε στο γραφείο του, όπου μου είπε ότι «βρίσκεται στη δυσάρεστη θέση». 
Δε μου είπε σε ποια δυσάρεστη θέση βρίσκεται κι εγώ δεν μπήκα στον κόπο να τον βγάλω από αυτήν επισημαίνοντάς του εγώ σε ποια δυσάρεστη θέση βρίσκεται. Έπειτα μου είπε ότι αυτός δεν ήθελε καθόλου να φύγω από την εφημερίδα και ότι λυπάται πολύ. 
Τον παρηγόρησα άκεφα για το κακό που τον βρήκε και εκείνος μου σημείωσε ότι ποτέ δεν ξέρουμε τι μπορεί να γίνει στο μέλλον. Συμφώνησα μαζί του ότι το μέλλον είναι για όλους άδηλο, του είπα ότι δεν υπογράφω την απόλυση και έφυγα από το γραφείο του με την ψευτοπερηφάνια εκείνου που είπε την καλύτερη ατάκα σε μια αμήχανη κουβέντα.
Στο δικό μου γραφείο δεν πήγα. Δεν είχα προσωπικά αντικείμενα να μαζέψω, τα μάζεψα όλα τον Ιούνιο όταν μας ενημέρωσαν ότι επίκειται αναδιάρθρωση τμημάτων για μείωση του κόστους –δεν ήξερα πού θα με έβρισκε η «αναδιάρθρωση» ούτε αν θα έχει μείνει κανείς πια να μαζέψει τα πράγματά μου, όπως είχαμε μαζέψει εμείς του Θοδωρή. 
Πήρα την κόρη μου και της είπα ότι θα τηρήσω την υπόσχεσή μου να μην πηγαίνω κάθε απόγευμα στη δουλειά. Στο γιο μου δε χρειάστηκε να πω κάτι, δεν καταλαβαίνει ακόμα: απλά του επιβεβαίωσα ότι για τα γενέθλιά του θα του πάρω έναν εκσκαφέα ή ένα ποδήλατο και βγήκα για τσιγάρο. 
Στο τσιγάρο άρχισαν να φτάνουν και τα επόμενα ονόματα της λίστας: Ο Κώστας… Η Άννα… Η Ηρώ…Ο Γιώργος… Η Πέννυ που την ενοχλούσε συνέχεια ο καπνός από το τσιγάρο μου και μου φώναζε να το σβήσω- ειρωνεία, κανείς από τους δύο δεν θα βρει την ησυχία του από την απόλυση του άλλου.
Τα τελευταία τρία χρόνια, οι αναδιαρθρώσεις στον ΔΟΛ μοιάζουν με πολεμικά ανακοινωθέντα από το Ιράκ.
«Σήμερα Παρασκευή χάσαμε 32 καλούς στρατιώτες». Από τον Σεπτέμβριο του 2010 είμαστε πάνω από 350 που πέσαμε. Άλλοι βρήκαν δουλειά, άλλοι παλεύουν ακόμα, μερικοί δουλεύουν απλήρωτοι, ο Κώστας πέθανε γιατί έσκασε το ανεύρυσμα…
Στην αρχή έδιωξαν τους διοικητικούς –πολλές δεκάδες διοικητικούς. Οι διοικητικοί είναι η πλέμπα των εφημερίδων, δεν βλέπουν το όνομά τους τυπωμένο πουθενά ούτε κι ελπίζουν να το δουν ποτέ, δε μιλάνε με υπουργούς, μεγαλογιατρούς και πρυτάνεις, δε μπορούν να καμαρώσουν στη μάνα τους. 
Το σωματείο έκανε απεργία και τότε είδαμε για πρώτη φορά πόσο αποφασισμένα είναι τα αφεντικά στην κρίση. Μας τραμπούκισαν, μας έβγαλαν πιστόλια κι έπειτα μας έβγαλαν και μια κάλπη για να καταδικάσουμε την απεργία αλλιώς θα έκλεινε η καθημερινή έκδοση και θα απολυόταν κόσμος. 
Και πήγαμε στην κάλπη και καταδικάσαμε την απεργία, όχι όλοι μας, αλλά οι περισσότεροι. Και έπειτα, ωστόσο, η καθημερινή έκδοση έκλεισε. Κι ο κόσμος απολύθηκε. 35 συνάδελφοι, που μια στιγμή ενωθήκαμε και τους φέραμε πίσω κι ύστερα τους έδιωξαν πάλι μια Παρασκευή μεσημέρι, μόλις έκλεισαν το κυριακάτικο φύλλο. Όχι πλέμπα πια. Δημοσιογράφους. Ναι, ύστερα έδιωξαν κι εμάς.
Οι δημοσιογράφοι είναι περίεργα ζώα. Σαν τους ξιπασμένους μπάτλερ, νομίζουν ότι έχουν κάτι από την ευγένεια των κυρίων τους, ότι αποκτούν κάτι από την αύρα εκείνων στους οποίους σερβίρουν το Ντραμπουί. 
Δεν αισθάνονται εργαζόμενοι, αισθάνονται κουκλοπαίχτες που κινούν νήματα. Αρέσκονται να υποτιμούν τον λογαριασμό τους, δεν είναι δα και ο μικρότερος, δεν νιώθουν εργαζόμενοι, αγαπάνε λένε αυτό που κάνουν, δεν είναι λειτούργημα είναι κάτι πιο έξυπνο.
Συχνά βέβαια, καταλήγουν αλκοολικοί, φυλάνε μποτίλιες και αντικαταθλιπτικά στα γραφεία τους, πεθαίνουν από εμφράγματα από το καθισιό, την τρυφηλότητα, το κακό ωράριο και το άγχος της κακομοιριάς και του υπηρέτη, αλλά δε νιώθουν εργαζόμενοι –αυτοί ξέρουν, οι άλλοι δεν ξέρουν. Δεν ασχολούνται με τις παραγωγικές σχέσεις, αυτό είναι μπανάλ, νομίζουν πως ο κόσμος είναι ένας διαγωνισμός δύναμης κι επιρροής που υπάρχει από μόνη της.
Στο μεταξύ, το ποσοστό της υπεραξίας τους χάνεται στο σύμπαν αγνοημένο από όλους, σαν τα χτυπήματα τηλεφώνου σε ένα άδειο σπίτι. Πιστέψτε με, οι δημοσιογράφοι είμαστε πιο νάρκισσοι από τις μπαλαρίνες και σίγουρα πιο αφελείς από τους ανειδίκευτους εργάτες.
Η ιδέα ότι ο κόσμος είναι κάτι άλλο από αυτό που λέμε εμείς, δεν μας περνάει από το μυαλό και καμιά φορά τη βρίσκουμε να υπογράφουμε ατομικές συμβάσεις με μειώσεις, γραμμένες σε διατυπώσεις που αποδεικνύουν την ανωτερότητα του είδους μας. Έπειτα, μόλις μας πάρουν ένα ακόμα κομμάτι από το μισθό που τους δουλέψαμε, συζητάμε σοβαρά – σοβαρά για το «ντηλ».
Την Παρασκευή με τις απολύσεις, είδα ξανά μερικούς από εμάς να έχουν έναν αέρα της τάξης μας. Τα παιδιά του in.gr μαζεύτηκαν στις σκάλες και συζητούσαν τι θα κάνουν: συζητούσαν με αυτό το είδος της αλληλεγγύης που σε κάνει να πιστεύεις, κόντρα στις προκαταλήψεις, ότι οι εργάτες δε μπορούν μόνο να κάνουν τον κόσμο πιο δίκαιο, μπορούν να τον κάνουν και πιο όμορφο. 
Ο φωτογράφος από τον 4ο, ο πιο ήσυχος άνθρωπος που γνώρισα ποτέ στη ζωή μου, που ήρθε συστημένος από το Μάριο να με βρει για να μου πει πως ούτε εκείνος υπέγραψε την ατομική σύμβαση και ήθελε να είναι σε επαφή μαζί μας, με την ηρεμία του ινδιάνου από τη Φωλιά του Κούκου, μου έλεγε πώς δεν έχει γυναίκα και παιδιά και θα τα καταφέρει για λίγο. 
Η Ηρώ με αγκάλιασε: τόσα χρόνια στη δουλειά, τσακωνόταν με όλους μα δεν κάρφωσε ποτέ κανέναν. Σε αντάλλαγμα δεν την έβαλαν ποτέ στο μισθολόγιο: έζησε και πέθανε μπλοκάκι κι ένας Θεός ξέρει με ποιους όρους την απολύσανε. 
Η κοπέλα από τα βίντεο, η Στεφανία, είχε βουρκώσει κι όταν μας είδε όλους μαζί κατάπιε τα δάκρυά της και χαμογέλασε. Γύρισε πριν λίγους μήνες στη δουλειά από άδεια λοχείας. Μου είπαν μετά πως κι ο άνδρας της είναι άνεργος χρόνια, ότι τους ζήτησε κλαίγοντας να την κρατήσουν με λιγότερα και της το αρνήθηκαν –εύχομαι να στουκάρουν το καινούριο τους αμάξι σε κολώνα της ιδιωτικοποιημένης ΔΕΗ και να ζήσουν για να δουν τα μεγάλα βαθουλώματα στις πόρτες του. 
Είμαι βέβαιος πως δεν έκλαιγε για την απόλυση, έκλαιγε γιατί κατηγορούσε τον εαυτό της που τους το ζήτησε. Αν την ξαναδώ, θα της πω να μην το σκέφτεται: έτσι κι αλλιώς είμαστε πάντα στην ανάγκη τους.
Πάει καιρός που ‘χα να νιώσω εκεί μέσα πως ήμουν ανάμεσα σε ανθρώπους της τάξης μου, αυτούς που δουλεύουν για να ζήσουν και νικούν τον φόβο με την αξιοπρέπεια. Ήμασταν 21, πριν από τρία χρόνια, που σηκώσαμε τα χέρια μας, μπροστά στους διευθυντές και ψηφίσαμε ξανά την απεργία κι ας κλείσει η εφημερίδα και τα κρατήσαμε σηκωμένα ώρα, γιατί δεν ξέραμε πότε θα έρθει ξανά η στιγμή να νιώσουμε πάλι τόσο περήφανοι. 
Από την Παρασκευή, μόνο τρεις από αυτούς είναι ακόμα στην εφημερίδα. Οι υπόλοιποι απολυθήκαμε μήνα το μήνα, ο ένας μετά τον άλλον ή σπρωχτήκανε στην έξοδο. 
Ο Δημήτρης ο Ζακχαίος. Ο Θοδωρής ο Βαρβάρης. Η Μαρινίκη η Αλεβιζοπούλου. Ο Τάσος ο Αναστασιάδης. Και οι υπόλοιποι. Στάθηκαν απέναντι στον Πρετεντέρη και τον Παντελή Καψή, που λίγες μέρες πριν κλαψούριζε ότι αν δεν κόψει τους μισθούς δεν θα ‘χει να σπουδάσει το παιδί του κι έπειτα πήρε εκατοντάδες χιλιάδες ευρώ αποζημίωση για να γίνει υπουργός και να απολύσει όλη την ΕΡΤ.
Και τους θύμισαν τον βασικό νόμο της συνείδησης στον καπιταλιστικό κόσμο: το να καταλαβαίνεις πως είσαι εργάτης είναι η προϋπόθεση για να μην είσαι δούλος. Με καμάρι τρυπώνω στη λίστα τους.
Και δεν είναι μόνο αυτοί. Είναι όλοι εκείνοι που σε κοιτάζουν συνωμοτικά την ώρα που ουρλιάζει ο προϊστάμενος. Αυτοί που δε γελάσανε στο κρύο αστείο του διευθυντή. Εκείνοι που πήγαν να υπογράψουν τις ατομικές συμβάσεις λίγα λεπτά πριν τελειώσει η προθεσμία –κι ας το ‘χαν αποφασίσει μέρες πριν- για να ανησυχήσει ο οικονομικός διευθυντής. 
Είναι οι άλλοι που δε μιλούν στις συνελεύσεις και σε αγαπάνε γιατί όταν μιλάς εσύ είναι το ίδιο –γιατί είστε το ίδιο. Είναι ο Κωστής, που αφού πέρασε ώρες πολλές με εμάς τους απολυμένους χωρίς να μας πει τίποτα, πήγε και άφησε ένα χαρτί και ζήτησε να συμπεριληφθεί στις απολύσεις, γιατί δε θέλει να ξαναπατήσει το πόδι του εκεί.
Είναι μια πελώρια δύναμη, σαρκαστική, κρυφή, πανίσχυρη, που όταν ενωθεί θα καταστρέψει έναν κόσμο που πάσχει από έλλειψη δικαιοσύνης κι από έλλειψη χιούμορ. Μα δεν έχει ενωθεί ακόμη.
Ξημερώνει Δευτέρα. Δεν θα πάω για δουλειά. Στις 12 έχουμε συνέλευση –δεν περιμένω πολλά. Οι πιο πολλοί ανάμεσά μας, φοβήθηκαν νωρίς, πάει καιρός που στις συνελεύσεις μας είμαστε οι λιγότεροι. Ολοένα και λιγότεροι. Αυτοί που απολύουν έχουν βρει έναν αλγόριθμο για να μειώνεται σταθερά το ιξώδες της γενναιότητας.
Στις 3 θα είμαστε έξω από τον ΔΟΛ. Για 6 χρόνια κάθε μέρα, σήμερα ίσως τελευταία φορά. Θα είμαστε. Δεν ξέρω πόσοι, ξέρω ποιοι: οι πιο όμορφοι ανάμεσά μας, αυτοί που πουλάμε τη δουλειά μας για να ζήσουμε. Λίγο αδύναμοι και καμία φορά λίγο περίγελοι.
Μα γράφει ο Μπρεχτ:

«Όταν για την αδυναμία μας μάς περιγελούν
Δεν πρέπει πια να χάνουμε καιρό
Πρέπει έτσι να το φροντίσουμε
Που όλοι οι αδύναμοι να βαδίσουμε μαζί
Και τότε κανείς πια δεν τολμά να μας περιγελάει»

Με λένε Γιάννη Ανδρουλιδάκη, είμαι δημοσιογράφος και κοστίζω περίπου 1.500 ευρώ το μήνα μαζί με την ασφάλιση. Πριν δυο χρόνια φώναζα σε μια συνέλευση του Βήματος: «Κατεβήκαμε κάτω 140, θα ανεβούμε πάλι 140, ούτε ένας λιγότερος». Νομίζω πια, θα έχουν μείνει 70. Εγώ είμαι πάλι στη γύρα και σας πουλάω την εργατική μου δύναμη. Αλλά να ξέρετε ότι κάποτε, σύντομα, αυτό θα πάψει να γίνεται και τα δάκρυα της Στεφανίας θα τα πληρώσετε.

Γιατί, ξέχασα να σας το πω: Εμείς θα νικήσουμε."